λέβης

λέβης
Μεταλλικό βαθύ σκεύος, κατά την αρχαιότητα, το οποίο ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Ανατολή, στον ελλαδικό χώρο και στην Ετρουρία. Οι λ. συχνά στηρίζονταν σε τρίποδα, ενώ συνήθως ήταν σφυρήλατοι και διακοσμημένοι με μορφές ζώων. Οι λ. που απεικονίζονται στα ασσυριακά ανάγλυφα ήταν τελετουργικοί ή προϊόντα λείας πολέμου. Στην Ελλάδα αποτελούσαν αντικείμενα κοινής χρήσης, αλλά προορίζονταν και για τελετουργικούς σκοπούς. Στις επιγραφές της Γόρτυνας (Κρήτη) αναφέρονται με την έννοια του νομίσματος και πιθανολογείται ότι επρόκειτο για νομίσματα που έφεραν παραστάσεις λ. Λέβης του 4ου αι. π.Χ.
* * *
λέβης, ὁ (ΑM)
βλ. λέβητας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λέβης — kettle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεβήτεσσιν — λέβης kettle masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεβήτοιν — λέβης kettle masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεβήτων — λέβης kettle masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέβησι — λέβης kettle masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέβησιν — λέβης kettle masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέβητα — λέβης kettle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέβητας — λέβης kettle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέβητε — λέβης kettle masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέβητες — λέβης kettle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”